- ιστρίων
- ἱστρίων, -ωνος, ὁ (Α)στον πληθ. οἱ ἱστρίωνες(στην αρχαία Ρώμη) ηθοποιοί που κατά την πλειονότητά τους προέρχονταν από τους απελευθέρους, ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς και πρωτοεμφανίστηκαν τον 1ο π.Χ. αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. histrio «υποκριτής, μίμος»].
Dictionary of Greek. 2013.